Οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν ένα διαρκές και ραγδαίως αυξανόμενο φυσικό φαινόμενο στον ελλαδικό χώρο, το οποίο συγκαταλέγεται στην κατηγορία των φυσικών καταστροφών. Αυτό οφείλεται πρωτίστως στις ιδιαίτερες συνθήκες του μεσογειακού κλίματος της χώρας, όπου κυριαρχεί η ευμεσογειακή και η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης με την ολοένα και παρατεταμένη ξηροθερμική καλοκαιρινή περίοδο, αλλά επιπροσθέτως στις μετεωρολογικές συνθήκες. Η δασική βλάστηση κάθε είδους και μορφής, παρεμβάλλεται μεταξύ των κατακρημνισμάτων και του γεωλογικού υποθέματος και ασκεί την μέγιστη υδρολογική και προστατευτική επίδραση, αποτρέποντας την εδαφική διάβρωση και βοηθώντας στη μείωση της ταχύτητας της επιφανειακής απορροής, καθώς και στον εμπλουτισμό των υπόγειων υδάτων μέσω της διήθησης. Με την καταστροφή του δασικού προστατευτικού στρώματος, παρατηρούνται στο έδαφος φαινόμενα επιταχυνόμενης επιφανειακής διάβρωσης (έκπλυσης του εδάφους) και αύξησης των πλημμυρικών επεισοδίων.
Μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς εμφανίζονται αλλαγές στη δομή καθώς και στις φυσικές και χημικές ιδιότητες του ανώτερου στρώματος του εδάφους μετατρέποντάς το σε υδρόφοβο (μειωμένη διηθητικότητα) και συμπαγές πορώδες. Αυτό προκύπτει διότι οι σταγόνες της βροχής δεν ανακόπτονται πλέον από την προσροφητική ικανότητα της βλάστησης, με αποτέλεσμα να προσκρούουν με ορμή πάνω στο καμένο έδαφος, το οποίο διαμέσου του μεγάλου πλημμυρικού φορτίου της επιφανειακής απορροής το μεταφέρουν και το αποθέτουν στις κατάντη περιοχές. Βασικό παράγοντα στην αύξηση της επιφανειακής απορροής και της μετακίνησης φερτών υλικών προς τα κατάντη και στη δημιουργία πλημμυρικών φαινομένων αποτελεί και η κλίση του εδάφους.
Για την ομαλότερη επανεγκατάσταση της βλάστησης στα εδάφη αυτά θα πρέπει άμεσα, μετά την πυρκαγιά, να κατασκευαστούν αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα. Τα έργα αυτά έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα στα εδάφη με κλίσεις από 35% έως 55%. Στόχος τους είναι η συγκράτηση του εδάφους με σκοπό την γρήγορη αποκατάσταση του δασικού οικοσυστήματος. Στα πευκοδάση της μεσογειακής ζώνης, μετά την πυρκαγιά ανοίγουν οι κώνοι 24-48 ώρες όταν έχει κρυώσει το έδαφος και διασπείρονται τα σπέρματα. Το φθινόπωρο μετά από ύψος βροχής 20-30 mm αυτά φυτρώνουν. Για να επιτευχθεί η φυσική αυτή πορεία αναγέννησης απαιτείται να υπάρχει το κατάλληλο έδαφος. Σε αντίθετη περίπτωση θα έχουμε υποβάθμιση του οικοσυστήματος με αλλαγή της σύνθεσης και της μορφής της βλάστησης.
Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα κατασκευάζονται συνήθως σύμφωνα με τις προδιαγραφές των αρμόδιων Δασικών Υπηρεσιών και σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την πυρκαγιά, προσφέρουν υψηλού βαθμού προστασία στις πυρόπληκτες περιοχές. Η ωφελιμότητα των έργων αυτών σύμφωνα με την υπάρχουσα βιβλιογραφία στην πλειονότητα αντίστοιχων έργων που έχουν κατασκευαστεί έως σήμερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων ως προς κάποια αστοχία ή σφάλματα στο κατασκευαστικό κομμάτι, είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική.
Εικόνα 1: Κατασκευή κορμοδεμάτων κατά μήκος των ισοϋψών στην περιοχή του Καλάμου
Τα αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα που εκτελούνται κατηγοριοποιούνται συνήθως ως εξής:
α) η πρώτη κατηγορία αφορά έργα με βασική ύλη το ξύλο και τα κλαδιά του ξύλου των καμένων δέντρων που υλοτομήθηκαν, (κορμοδέματα, κλαδοπλέγματα και ξυλοφράγματα). Η διάρκεια ζωής αυτών των έργων υπολογίζεται από τρία (3) έως πέντε (5) έτη, μετά την πάροδο των οποίων θα επέλθει η καταστροφή τους με τη διαδικασία της σήψης, αφού πρώτα θα έχουν ήδη επιτύχει τον σκοπό τους. Η κατασκευή των κορμοδεμάτων και κλαδοπλεγμάτων θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή, κατά μήκος των ισοϋψών, και να τηρούνται οι απαραίτητες αποστάσεις των γραμμών των έργων αυτών ανάλογα με τις εκάστοτε προδιαγραφές.
Εικόνα 2: Κατασκευή κλαγοπλεγμάτων σε επιλεγμένες θέσεις στην περιοχή του Καλάμου
Τα δε ξυλοφράγματα θα πρέπει να κατασκευάζονται κατά μήκος της κοίτης των ρεμάτων σε επιλεγμένες εγκάρσιες θέσεις.
Εικόνα 3: Ξυλόφραγμα εντός ρέματος στην περιοχή του Καλάμου
β) η δεύτερη κατηγορία αφορά την αυλάκωση σε μεγάλο βάθος των εδαφών με κλίση μικρότερη του 20-30% με χωματουργικά μηχανήματα στο ενδιάμεσο των παραπάνω έργων με στόχο την αύξηση της διαπερατότητας και τη συγκράτηση του επιφανειακά απορρέοντος νερού και των φερτών υλικών. Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόζεται αποκλειστικά σε γαιώδη δασικά εδάφη και θα πρέπει να αποφεύγεται σε ημιβραχώδεις και βραχώδεις σχηματισμούς.
Ως προς την αποτελεσματικότητα των έργων και για την προστασία των πυρόπληκτων περιοχών θα πρέπει να εφαρμόζεται συνδυασμός των παραπάνω μεθόδων, καθώς τα κορμοδέματα μπορούν να κατασκευαστούν και σε περιοχές με μεγαλύτερες κλίσεις όπου δεν είναι δυνατό να κατασκευαστούν ξύλινα φράγματα. Τα κλαδοπλέγματα και τα κορμοδέματα θα πρέπει να βρίσκονται σε πλήρη εναρμόνηση με το έδαφος, να εφάπτονται δηλαδή πολύ καλά σε αυτό και όχι απλώς να τοποθετούνται κατά μήκος των ισοϋψών.
Εικόνα 4: Κατασκευή κορμοδεμάτων κατά μήκος των ισοϋψών στην περιοχή του Καλάμου
Επίσης, θα πρέπει στα κατάντη να υπάρχουν υποστηρικτικά πρέμνα (όπου είναι δυνατό) για τη σταθερότητα των έργων.
Εικόνα 5: Κατασκευή κλαδοπλεγμάτων με τη χρήση υποστηρικών πασσάλων στην περιοχή του Καλάμου
Επομένως, η άμεση κατασκευή αυτών των έργων προσφέρει τη μέγιστη δυνατή συγκράτηση των δασικών εδαφών στις επιφά-νειες των καμένων εκτάσεων, καθώς και στη συγκράτηση τεράστιου όγκου φερτών υλικών εντός των κοιτών του ορεινού υδρογραφικού δικτύου.