Παγώνει» για έξι μήνες η διεκδίκηση ακινήτων ιδιωτών από το Δημόσιο - Η ανακοίνωση του ΥΠΟΙΚ | Neakriti

Η μεταχείριση ακινήτων ως δασικών αποτελεί ένα από τα πλέον σύνθετα και προβληματικά ζητήματα του ελληνικού δικαίου της ιδιοκτησίας και του περιβάλλοντος. Η διάκριση μεταξύ δασικών και μη δασικών εκτάσεων έχει τεράστιες συνέπειες για τη δυνατότητα αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας, καθώς η υπαγωγή ενός ακινήτου στο καθεστώς των δασικών περιορισμών συνεπάγεται αυστηρούς περιορισμούς στη χρήση, στη δόμηση και στη μεταβίβασή του. Παρά τη συνταγματική προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, η αβεβαιότητα γύρω από τον χαρακτηρισμό πολλών ακινήτων, οι καθυστερήσεις στην κύρωση των δασικών χαρτών και η αναδρομική εφαρμογή περιοριστικών ρυθμίσεων δημιουργούν σοβαρά πρακτικά προβλήματα τόσο για τους ιδιοκτήτες όσο και για τη διοίκηση.

Το πρώτο και πιο συνηθισμένο πρακτικό πρόβλημα αφορά την ανατροπή της νομικής κατάστασης ακινήτων που για δεκαετίες είχαν διαφορετικό χαρακτήρα. Πολλά ακίνητα που έχουν περιέλθει στους ιδιοκτήτες τους μέσω χρησικτησίας, διανομών ή παλαιών μεταβιβάσεων βρίσκονται σήμερα χαρακτηρισμένα ως δασικά, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν αντικείμενο νόμιμων συναλλαγών και έχουν καταχωρηθεί στο Κτηματολόγιο ως ιδιωτικές εκτάσεις. Αυτή η ανατροπή της νομικής κατάστασης δημιουργεί τεράστιες αβεβαιότητες, καθώς η διοίκηση συχνά αγνοεί τα συμβόλαια και τη μακροχρόνια κατοχή, επιβάλλοντας εκ των υστέρων δασικούς περιορισμούς που ουσιαστικά ακυρώνουν την κυριότητα των πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες βρίσκονται ξαφνικά αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να απολέσουν τα δικαιώματά τους, ακόμη και αν κατείχαν το ακίνητο για δεκαετίες χωρίς κανένα πρόβλημα.

Ένα άλλο κρίσιμο πρακτικό πρόβλημα είναι η δυσκολία στην αμφισβήτηση του δασικού χαρακτηρισμού. Αν και η διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων κατά των δασικών χαρτών θεωρητικά παρέχει μια ευκαιρία στους πολίτες να αμφισβητήσουν τον χαρακτηρισμό των ακινήτων τους, στην πράξη πρόκειται για μια γραφειοκρατική και κοστοβόρα διαδικασία. Οι ιδιοκτήτες αναγκάζονται να προσκομίσουν πλήθος εγγράφων, όπως αεροφωτογραφίες, τοπογραφικά διαγράμματα και ιστορικά συμβόλαια, ενώ η απόδειξη ότι ένα ακίνητο δεν είναι δασικό μπορεί να απαιτήσει εξειδικευμένες τεχνικές εκθέσεις και νομικές ενέργειες. Επιπλέον, οι επιτροπές εξέτασης αντιρρήσεων συχνά καθυστερούν επί χρόνια να εκδώσουν αποφάσεις, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες να παραμένουν σε κατάσταση αναμονής, αδυνατώντας να αξιοποιήσουν την περιουσία τους.

 

Η αβεβαιότητα που προκαλείται από τη μεταχείριση των ακινήτων ως δασικών επηρεάζει και τις συναλλαγές ακινήτων. Τα ακίνητα που χαρακτηρίζονται δασικά χάνουν σημαντικά την εμπορική τους αξία, καθώς δεν μπορούν να οικοδομηθούν ή να αξιοποιηθούν για επενδυτικούς σκοπούς. Οι τράπεζες συχνά αρνούνται να χορηγήσουν δάνεια με εγγύηση δασικά ακίνητα, καθώς αυτά θεωρούνται αμφισβητούμενης ιδιοκτησίας ή χαμηλής εμπορικής αξίας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ένας ιδιοκτήτης έχει τη δυνατότητα να αποδείξει πως το ακίνητό του δεν είναι δασικό, έως ότου ολοκληρωθούν οι διαδικασίες διόρθωσης των χαρτών, το ακίνητο ουσιαστικά παραμένει ανενεργό και μη αξιοποιήσιμο.

Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα είναι η επιβολή προστίμων και περιορισμών σε ακίνητα που χρησιμοποιούνται εδώ και χρόνια για αγροτικές ή άλλες οικονομικές δραστηριότητες. Πολλές αγροτικές εκτάσεις που καλλιεργούνται για δεκαετίες από αγρότες ή οικογενειακές επιχειρήσεις έχουν χαρακτηριστεί ως δασικές, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες να αντιμετωπίζουν προβλήματα νομιμότητας και να έρχονται αντιμέτωποι με υψηλά πρόστιμα για παράνομη χρήση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση προχωρά ακόμα και σε κατεδαφίσεις υποδομών, όπως αποθήκες και γεωργικά κτίσματα, στηριζόμενη στον δασικό χαρακτηρισμό, αγνοώντας το γεγονός ότι οι εκτάσεις αυτές χρησιμοποιούνται για γεωργικούς σκοπούς εδώ και δεκαετίες.

Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει επιχειρήσει να θέσει κάποια όρια στις πρακτικές της διοίκησης, επισημαίνοντας ότι η απλή δασική βλάστηση δεν καθιστά αυτομάτως μια έκταση δασική και ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ιστορική χρήση της γης. Ωστόσο, η εφαρμογή αυτών των αρχών από τις δασικές υπηρεσίες είναι ασταθής, με αποτέλεσμα οι πολίτες να εξαναγκάζονται σε μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες προκειμένου να αναγνωριστεί η πραγματική νομική κατάσταση των ακινήτων τους.

Τέλος, η πολιτική διαχείριση των δασικών χαρτών και των σχετικών ρυθμίσεων επιτείνει την ανασφάλεια δικαίου. Οι συχνές αλλαγές στη νομοθεσία, οι παρεμβάσεις για τη “διόρθωση” των χαρτών και οι εξαιρέσεις που εισάγονται κατά καιρούς δημιουργούν ένα θολό τοπίο, όπου η ασφάλεια των συναλλαγών και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου υπονομεύονται. Η έλλειψη συντονισμένης και συνεκτικής πολιτικής οδηγεί στο παράδοξο φαινόμενο ιδιοκτήτες να θεωρούνται καταπατητές των δικών τους ακινήτων, ενώ άλλες φορές να παρέχονται προσωρινές λύσεις που δεν λύνουν οριστικά το πρόβλημα.

Συμπερασματικά, η μεταχείριση ακινήτων ως δασικών δημιουργεί σοβαρά πρακτικά προβλήματα που αφορούν τη νομική κατοχύρωση της ιδιοκτησίας, την εμπορική αξιοποίηση των ακινήτων και τη δυνατότητα δικαστικής προστασίας των ιδιοκτητών. Η έλλειψη διαφάνειας και η γραφειοκρατία δυσχεραίνουν την άρση αυτών των προβλημάτων, οδηγώντας σε μία κατάσταση νομικής ανασφάλειας που πλήττει τόσο τους ιδιώτες όσο και την ίδια την οικονομική ανάπτυξη. Χρειάζεται μια πιο ισορροπημένη προσέγγιση που θα σέβεται τόσο την ανάγκη προστασίας των δασικών εκτάσεων όσο και το δικαίωμα των πολιτών να γνωρίζουν με σαφήνεια το νομικό καθεστώς των περιουσιών τους, χωρίς να εξαναγκάζονται σε χρονοβόρες και δαπανηρές διαδικασίες αποκατάστασης της νομικής τους θέσης.

ΠΗΓΗ: B2GREEN